κατέπειξις

κατέπειξις
κατέπειξις, -είξεως, ή [κατεπείγω]
1. βιαστική ενέργεια
2. ταχύτητα, επιτάχυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”